κενόκρανος

κενόκρανος
κενόκρανος, -ον (Α)
αυτός που έχει άδειο κεφάλι, άμυαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)-* + -κρανος (< *κρᾶνον [απ' όπου το κρανίον]), πρβλ. μακρό-κρανος, χαλκεό-κρανος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”